φρασίζωον

φρασίζωον
φρασίζωον· διασκεπτόμενον εἰς ζωήν, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φρασίζωον — Α (κατά τον Ησύχ.) «διασκεπτόμενος εἰς ζωήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φρασι τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φράσις) + ζωος (< ζωή), πρβλ. ἐρί ζωος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”